- κυάνωση
- [-ις (-εως)] η1) посинение; 2) мед. цианоз, синюшность; 3) см. κυανίωση
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυάνωση, η — κυάνωση, η, 1 . αλλαγή του χρώματος προς το κυανό. 2. (ιατρ.), σύμπτωμα παθολογικό κατά το οποίο ορισμένα μέρη του σώματος παίρνουν κυανή χροιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυάνωση — Υποκύανη (γαλαζωπή) ή μελανή χροιά του δέρματος και των βλεννογόνων. Οφείλεται σε ελλιπή οξυγόνωση του αίματος και, συγκεκριμένα, όταν στο αίμα που κυκλοφορεί η απόλυτη τιμή της αναχθείσας αιμοσφαιρίνης δεν ξεπερνά τα 5 γρ. ανά 100 κ. εκ. αίματος … Dictionary of Greek
αορτή — Μεγάλο αγγειακό στέλεχος που ξεκινά από την αριστερή κοιλία της καρδιάς, και αφού κάνει μια απόκλιση προς τα πάνω (ανιούσα α.), διαγράφει τόξο (αορτικό τόξο), και κατευθύνεται προς τα κάτω (κατιούσα α.) και καταλήγει στο ύψος του τέταρτου… … Dictionary of Greek
κυανίζω — (AM κυανίζω) [κύανος] 1. αποκλίνω προς το κυανό χρώμα, φαίνομαι σκουρογάλαζος («τὸ κυανίζον τοῡ ἴου», Γρηγ. Νύσσ.) 2. πάσχω από κυάνωση («οἱ τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡντες... ἱματίων ῥάκη κυανιζόντων κατέχοντες», Ιωάνν. Χρύσ.) … Dictionary of Greek
κυανίωση — η χημ. 1. μέθοδος που χρησιμοποιείται στην κατεργασία τών μεταλλευμάτων χρυσού και αργύρου με πολύ αραιά διαλύματα κυανιούχου καλίου ή νατρίου 2. διαδικασία ανθράκωσης τών χαλύβων με εμβάπτισή τους σε λουτρό που έχει ως βάση ένα τήγμα κυανιούχου… … Dictionary of Greek
κυανοπάθεια — η η κυάνωση … Dictionary of Greek
κυανωτήριο — το εργαλείο με το οποίο γίνεται η κυάνωση τών μετάλλων … Dictionary of Greek
κυανωτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την κυάνωση 2. (για νόσο) αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά τής κυάνωσης … Dictionary of Greek
κυανόχροια — η παθολογική αλλοίωση τής χροιάς τού δέρματος, κυάνωση … Dictionary of Greek
πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… … Dictionary of Greek
χρυσοκυάνωση — η, Ν ιατρ. (παλ. όρος) σπάνια επιπλοκή τής χρυσοθεραπείας, που συνίσταται στην ιώδη χρώση τών εκτεθειμένων στο ηλιακό φως μερών τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κυάνωση] … Dictionary of Greek